Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Αντώνιος Παπαδάκης προς Εμμανουήλ Παπαδάκη

Αντώνιος Παπαδάκης προς Εμμανουήλ Παπαδάκη
(Το έργο εμπνεύτηκε από το έργο του Μανόλη Μ. Τσικαλά  "ΙΣΜΑΗΛ ΠΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟ" πρόκειται για τον Υπουργό των Στρατιωτικών στην Αίγυπτο. Ο Τσικαλάς επεξηγεί στο ΄εργο του: "Η ρίμα αυτή έχει πρόθεση να λυτρώσει από την κατάρα τη μνήμη του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, Υπουργού Στρατιωτικών της Αιγύπτου και αδελφού του μεγάλου Εθνικού ευεργέτη Αντωνίου Καμπάνη. Το 1823 κατά την πρώτη δήωση του Λασιθιού από τους Τουρκοαιγυπτίους, τα δυο αδέλφια από το ψυχρό αιχμαλωτίστηκαν  σε παιδική ηλικία (14 και 11 ετών αντίστοιχα) και ο πατέρας τους παπα-Φραγκιάς Καμπάνης κατεσφάγη...")  Αλλού στο ποίημα γράφει:
"Εξάνοιξα ετοτεσάς εις τον καρφίχτη μέσα
ανέ βαστώ απάνω μου φιλότιμο και μπέσα"   Και παρακάτω:
"Ο ίδιος ειν` απού `δωκε στσι Τούρκους το συχέρι
και στο Λασίθ` επλάκωσε του Μισιργιού τ` ασκέρι
με το γαμπρό ντου αρχηγό το σκύλο το Χασάνη
απού `βγαλε την κλέρη μας μέσα `που το βελάνι.
Αυτή τη χέρα, κύρη μου, όσο κι αν αμαρτήσω
να τήνε κόψω δεν μπορώ και θα την προσκυνήσω,
γιατί η  χέρα τούτηνέ έστεσε το γκουβέρνο
επά που πόδισα κι εγώ και δεν μεταγιαγέρνω."
Ο Ισμαήλ στην ηλικία των 14 ετών, γιος παπά είχε και θρησκευτική και χριστιανική συνείδηση, όμως εξεστράτευσε εναντίον του Αρκαδίου στα 1866 και αμέσως μετά το ολοκαύτωμα εναντίον της εντελώς ιδιαίτερης πατρίδας του. Την αυτή στιγμή ο μικρότερος αδελφός χρηματοδοτούσε τον αγώνα των επαναστατών. Ο Ισμαήλ τραυματίστηκε απο σφαίρα που ο αδερφός του είχε αγοράσει για την Πατρίδα, απεσύρθη στο Κράσι και απέθανε στο Καστέλλι Πεδιάδος από το τραύμα του.  Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια υποτιθέμενη επιστολή του Αντώνη στην υποτιθέμενη επιστολή του Ισμαήλ την οποία έγραψε ο Μανόλης Μ. Τσικαλάς.
=================================
=================================
Μανόλη θέλεις να σε πω και να σ` αποκαλέσω;
μήπως αδέρφι ανάδερφο, εχθρό ή Βαρβαρέσο.
Πασά δεν πρόκειται πότέ, ούτε και Ισμαήλη
διότι εμαγάρισες του Κύρη χαμαίλι.
Δεν εσπλαχνήθης του Κυρού, πατέρα μας το αίμα,
που χύσαν οι αλλόεθνοι μπροστά μας εις το ρέμα...
Δεν εσπλαχνήθης του χωριού όλο το ψυχομέτρι
που το διαγούμισε σκληρά του Χάρου το αλέτρι.
Δεν εσπλαχνήθης ζωντανούς πισθάγγονα δεμένους,
που σκλάβους καταντήσανε και καταφρονεμένους.
Δεν εσπλαχνήθης τελικά και το δικό σου αίμα,
Αράπικο το γύρισες και ντύθηκες το ψέμα.
Χριστιανομάχος έγινες εσύ ο Λασιθιώτης,
εθνοπροδότης, άπονος, άτιμος εξωμότης.
Επικαλείσαι αμοναχός της μάνας τη γαστέρα,
όμως ξεχνάς το σφάξιμο του δόλιου μας πατέρα.
Ο σπόρος του πατέρα μας, της μάνας η γαστέρα,
σταυρώθηκαν από Θεού και στη ζωή σε φέρα.
Έλληνες σε γεννήσανε και βάφτισμα σου δώσαν,
σε μύρωσαν, σε άγιασαν μ` αγάπη σε φορτώσαν,
το μύρο και τ` αγίασμα τα πέταξες στον Νείλο,
το όνομα το άλλαξες και τον εχθρό `χεις φίλο.
Σου δωσαν ανταλλάγματα δύναμη κι εξουσία
κι έχασες την υπόληψη, τιμή κι αυτεξουσία.
Σε στείλανε εκπορθητή στο ηρωϊκό Αρκάδι,
την Κρήτη μας πολέμησες με τους οχτρούς ομάδι.
Ξέχασες που σε σκλάβωσαν πισθάγγονα δεμένο,
και μίσησες τον εδικό και πήγες με τον ξένο.
Κι εμένα μ` οδηγήσανε δεμένο εις την Πόλη
κι έκλαιγα τους γονέους μας κι έν` αδερφό Μανόλη.
Έκλαιγα κι εσκεφτόμουνα αυτή τη μαύρη μέρα
που θάνατο και χωρισμό οι Τούρκοι μας εφέρα.
Και δεν επέρασε στιγμή στο πέρασμα του χρόνου,
να μην σκεφτώ εκδίκηση τόσο μεγάλου πόνου.
Δεν μπόρεσαν Γενίτσαρο του Έθνους να με κάμουν
γιατί εγώ `χα εις το νου οι σκλάβοι είντα κάνουν.
Μπάλα στη μπάλα βάζουνε και μπέτι εις το μπέτι.
Δόξα Τιμή εις τον Χριστό και φτου στον Μωχαμέτη.
Δραπέτευσα με κίνδυνους, με βάσανα, με πόνο,
ταλαιπωρήθηκα πολύ κι είχα μια σκέψη μόνο,
κάλιο μια λεύτερη στιγμή, μια λεύτερη κουβέντα,
παρά του κόσμου τα καλά κι όλα τα καλλιμέντα.
Μου το αξίωσε ο Θεός, τη Μοίρα να δαμάσω,
εγώ να είμαι η Μοίρα μου και να κρατώ κουμπάσο.
Να βάζω ρότα στο γυαλό και στην στεριά πορεία,
και είμαι αυτεξούσιος κι άλλον δεν έχω χρεία.
Πήγα σε χώρες και χωριά, πόλεις και πολιτείες
κι είδα Λαούς, κι είδα στρατούς, ΄εχθριτες και φιλίες.
Έπαθα κι έμαθα πολλά και πλούτισα με γνώση,
που δεν μπορούσε το σχολειό μόνο του να μου δώσει.
Πλούτισα με εμπόρια, το ένα άλλο ένα,
δούναι-λαβείν τα κέρδη μου σωστά και τιμημένα.
Και γέμισα χρυσά πολλά το παραδοσακούλι
τα `κανα μπαρουτάσκαγα να σηκωθούν οι δούλοι.
Και τρέχω κι αγωνίζομαι χρήματα να κερδίζω,
να παίρνω όπλα σ` αδερφούς της Κρήτης να δωρίζω
Τους στέλνω και χρυσά φλουριά για τη φαγοπιοτούρα,
να τρώνε, να `ναι δυνατοί να στέκουνε σιγούρα,
να πολεμούνε τους εχθρούς, να τσ` αποδεκατίζουν,
να `ναι η Κρήτη λεύτερη, Κρήτες να την ορίζουν.
Βόλια τους στέλνω συνεχώς για να μην τα λυπούνται,
να τουφεκίζουν τους εχθρούς, τα χρέη να ξοφλιούνται.
Τα βόλια μου οι Κρητικοί ξέρουν και τα τιμούνε,
πεσκέσι σου τα πέμπουνε και ψάχνουν να σε βρούνε.
Σ` όλα αυτά ξεχωριστά υπάρχει ένα βόλι,
που γράφει ολοστρόγγυλα τ` όνομα του Μανόλη.
Κάθε εχθρό του έθνους μας όπως και να τον λένε,
τα βόλια μου για στόχο τους ψάχνουνε και τον θένε.
Αν σε χτυπήσει βόλι μου, να σ` εύρη εις τα στήθη,
και να `ναι εις τον τόπο μας τ` ηρωϊκό Λασίθι.
Το αίμα σου όταν χυθεί εις του Ψυχρού τα μέρη,
ακόμα και στα χώματα αγάλλιαση θα φέρει.
Θερμοπαρακαλώ και το Θεό επάνω στο Λασίθι,
να σε χτυπήσει η μπάλα μου επάνω εις τα στήθη.
Να σ` αναπάψει και πριχού το πνέυμα παραδόσεις,
ν` αναντρανίσεις να το δεις, πικρά να μετανοιώσεις,
ν` αναγαλιάσει η Μάνα μας κι ο Κύρης μας στον Άδη,
γιατί αυτοί σου δώσανε στημόνι και υφάδι,
για γαλανόλευκο πανί κι Ελληνική την ούγια,
κι εσύ τα τσαλαπάτησες αψήφιστα με φουργια.
Ο πόνος των γονιών πολύς το τέκνο όταν σφάλει,
σαν μετανοιώσει και το δουν το συμπαθούνε πάλι.
Θα `τανε το καλλίτερο πριν βόλι σε χτυπήσει,
να μετανοιώσεις και να βρεις την εδική σου φύση.
 Να βρεις δικούς σου μπιστικούς και να τους μεταλλάξεις,
και στο πλευρό των Κρητικών φίλους να παρατάξεις.
Να πάρεις εξιλέωση πραγματική Μανόλη,
και να χτυπήσει αλλοεθνή το εδικό σου βόλι.
Αν όχι πάλι, ανάδερφε, χαλάλι σου το βόλι.
Επιθυμία το `χουνε οι Κρητικοί μου όλοι.
Βόλι στο βόλι του εχθρού, μαχαίρι στους κιοτήδες.
Η Λευτεριά στα βόλια μας στηρίζει τις ελπίδες.
Και πάνω από τη Λευτεριά πράμα δεν μπαίνει άλλο.
Πάντα το μεγαλύτερο σκεπάζι το μεγάλο.
Αν με λογιάζεις αδερφό, μια χάρη θα ζητήσω,
που δεν μπορώ, που `σαι μακριά και θέλω να σε φτύσω.
Εις τον καρφίχτη ξάνοιξε κι ότι θωρείς το φτύσε,
και το δεσμό του αίματος μία για πάντα σβήσε.
Πάρτηρε πως δεν ήμουνε. Πάρτηρε πως δεν είσαι,
τα λόγια μου λησμόνησε και τη γραφή μου σκίσε.
Εδώ τελειώνει η γραφή τ` ανάδερφου και φτάνει,
και έχει την υπογραφή τ` Αντώνιου Καμπάνη.-
Σημ. Το επίθετο της οικογένειας ΄ήταν : ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ.  Το άλλο προήλθε από την υιοθεσία του Αντώνιου.
Κάνετε κλικ πάνω στις εικόνες μεγεθύνονται. Απεικονίζονται οι ηρωϊκές μορφές των πρωταγωνιστών του Αρκαδικού δράματος, πάνω στα ξύλα του ιστορικού κυπαρισιού του Αρκαδίου, το οποίο κατέπεσε την 25/03/1998 (ημέρα εθνικής παλιγγενεσίας) από ισχυρότατο νοτιά. Πάνω στη σάρκα του ξύλου διακρίνονται τα βόλια του εχθρού και τα καψίματα από την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης. Τα έργα ευρίσκονται στο ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΟ ΤΕΧΝΗΣ ΝΕΑΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ Καρτερού 18-20 71601
                                         στέλιοσκωστήσπυριδάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου